αναπνευστικός

αναπνευστικός
-ή, -ό (Α ἀναπνευστικός, -ή, -όν)
ο σχετικός με την αναπνοή ή ο κατάλληλος γι' αυτήν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀναπνευστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπνευστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην αναπνοή ή είναι χρήσιμος σ αυτή: Η καλή κατάσταση του αναπνευστικού συστήματος είναι βασική προϋπόθεση για την υγεία του οργανισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναπνευστικά — ἀναπνευστικός of neut nom/voc/acc pl ἀναπνευστικά̱ , ἀναπνευστικός of fem nom/voc/acc dual ἀναπνευστικά̱ , ἀναπνευστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπνευστικῶν — ἀναπνευστικός of fem gen pl ἀναπνευστικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπνευστικόν — ἀναπνευστικός of masc acc sg ἀναπνευστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπνευστικαῖς — ἀναπνευστικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπνευστικοῖς — ἀναπνευστικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπνευστικοί — ἀναπνευστικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπνευστικοῦ — ἀναπνευστικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπνευστικούς — ἀναπνευστικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”